- δουλεμπορικός
- η , ό[ν] относящийся к работорговле
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δουλεμπορικός — ή, όν 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δουλεμπορία ή στον δουλέμπορο 2. αυτός που προέρχεται από δουλεμπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Αθηναϊκή] … Dictionary of Greek